μιμόζα

μιμόζα
(mimosa). Γένος καλλωπιστικών φυτών της υποοικογένειας των μιμοζιδών. Αριθμεί 400 περίπου είδη, από τα οποία τα περισσότερα είναι φυτά της τροπικής Αμερικής. Το γνωστότερο είναι η μ. η αισχυντηλή γνωστή και ως μη μου άπτου. Έχει βλαστό ημιξυλώδη, περισσότερο ή λιγότερο χνουδωτό, με άκανθες. Τα φύλλα είναι πτερωτά και αποτελούνται από προμήκη, αμβλέα φυλλάρια. Ονομάστηκε έτσι από τη χαρακτηριστική της ιδιότητα να μαζεύει και να γέρνει προς τα κάτω τα φύλλα της, σαν να παίρνει ντροπαλή στάση, όταν κάτι την αγγίξει ή την κινήσει. Την ίδια στάση παίρνει κι όταν ερεθιστεί από μεγάλη ένταση φωτός, ηλεκτρισμού κ.ά. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τη στιγμή που θίγεται, ορισμένα κύτταρα της παράγουν μια ειδική ορμόνη, που κυκλοφορεί σε όλο το σώμα του φυτού.
* * *
η
κοινή ονομασία που αναφέρεται σε είδη ακακίας, τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mimosa < λατ. mimus < μίμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή — Υποοικογένεια των λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα) στην οποία υπάγονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τροπικά φυτά. Μερικοί επιστήμονες την αξιολογούν όχι ως υποοικογένεια αλλά μάλλον ως οικογένεια φυτών, πολύ κοντινή και συγγενή προς τα… …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • μη μου άπτου — Κοινή ονομασία του είδους Mimosa pudica. Βλ. λ. μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή. * * * το 1. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή 2. μτφ. ως επίθ. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγελική φρ. μὴ μοῦ ἅπτου «μη μέ… …   Dictionary of Greek

  • μιμηλή — η η μιμόζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. του επιθ. μιμηλός*] …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”