- μιμόζα
- (mimosa). Γένος καλλωπιστικών φυτών της υποοικογένειας των μιμοζιδών. Αριθμεί 400 περίπου είδη, από τα οποία τα περισσότερα είναι φυτά της τροπικής Αμερικής. Το γνωστότερο είναι η μ. η αισχυντηλή γνωστή και ως μη μου άπτου. Έχει βλαστό ημιξυλώδη, περισσότερο ή λιγότερο χνουδωτό, με άκανθες. Τα φύλλα είναι πτερωτά και αποτελούνται από προμήκη, αμβλέα φυλλάρια. Ονομάστηκε έτσι από τη χαρακτηριστική της ιδιότητα να μαζεύει και να γέρνει προς τα κάτω τα φύλλα της, σαν να παίρνει ντροπαλή στάση, όταν κάτι την αγγίξει ή την κινήσει. Την ίδια στάση παίρνει κι όταν ερεθιστεί από μεγάλη ένταση φωτός, ηλεκτρισμού κ.ά. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τη στιγμή που θίγεται, ορισμένα κύτταρα της παράγουν μια ειδική ορμόνη, που κυκλοφορεί σε όλο το σώμα του φυτού.
* * *ηκοινή ονομασία που αναφέρεται σε είδη ακακίας, τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mimosa < λατ. mimus < μίμος].
Dictionary of Greek. 2013.